Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αστάθμητος
1 item total
αστάθμητος -η -ο [astáθmitos] Ε5 : που δεν μπορούμε να τον υπολογίσουμε ή να τον προσδιορίσουμε, συνήθ. στην εκφορά ~ παράγοντας: Στη φύση και στην ιστορία ενεργούν πολλές φορές αστάθμητοι παράγοντες. Στη γεωργία ο καιρός είναι ο κατεξοχήν ~ παράγοντας.

[λόγ. < αρχ. ἀστάθμητος `ασταθής΄ σημδ. γαλλ. impondérable]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go