Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασπόνδυλος -η -ο [aspónδilos] Ε5 : 1.(ζωολ.) που δεν έχει σπονδυλική στήλη. || (ως ουσ.) τα ασπόνδυλα, παλαιότερη υποδιαίρεση του ζωικού βασιλείου σε αντιδιαστολή προς τα σπονδυλωτά: Tα πρωτόζωα, τα μαλάκια και τα έντομα ανήκουν στα ασπόνδυλα. 2. (μτφ., χλευ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου αναξιοπρεπή και δουλοπρεπή.
[λόγ. α- 1 σπόνδυλ(ος) -ος μτφρδ. γαλλ. invertébré]