Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ασπρόμαυρος -η -ο [asprómavros] Ε5 : 1.για συνδυασμό άσπρου και μαύρου χρώματος: Φοράει ένα ασπρόμαυρο φόρεμα. || (ως ουσ.) το ασπρόμαυρο, ο συνδυασμός άσπρου και μαύρου: Έβγαλε τα ολόμαυρα και φόρεσε τα ασπρόμαυρα, για ρούχα. || ANT έγχρωμος: Aσπρόμαυρη ταινία / φωτογραφία. Aσπρόμαυρη τηλεόραση. 2. που έχει το χρώμα που δίνει η ανάμειξη άσπρου και μαύρου. || (ως ουσ.) το ασπρόμαυρο, το ασπρόμαυρο χρώμα.
[μσν. *ασπρόμαυρος (πρβ. μσν. ασπρομαυρίζω) < ασπρο- + μαύρος]