Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασπροπρόσωπος -η -ο [asproprósopos] Ε5 : που περνάει με επιτυχία από κάποια δοκιμασία, χωρίς να χάσει την καλή φήμη που έχει, χωρίς να ντροπιαστεί, συνήθ. στις ΦΡ βγαίνω ~, περνάω με επιτυχία από κάποια δοκιμασία: H διοργάνωση του συνεδρίου ήταν άψογη και έτσι ευτυχώς βγήκαμε ασπροπρόσωποι. βγάζω κπ. ασπροπρόσωπο, με την επιτυχία μου κάνω κπ. να αισθάνεται υπερήφανος: Kοίταξε να μας βγάλεις όλους ασπροπρόσωπους, να μη μας ντροπιάσεις. Οι Έλληνες επιστήμονες στο εξωτερικό βγάζουν πάντα την Ελλάδα ασπροπρόσωπη.
[ασπρο- + πρόσωπ(ο) -ος]



