Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασπροπρόσωπος
1 εγγραφή
ασπροπρόσωπος -η -ο [asproprósopos] Ε5 : που περνάει με επιτυχία από κάποια δοκιμασία, χωρίς να χάσει την καλή φήμη που έχει, χωρίς να ντροπιαστεί, συνήθ. στις ΦΡ βγαίνω ~, περνάω με επιτυχία από κάποια δοκιμασία: H διοργάνωση του συνεδρίου ήταν άψογη και έτσι ευτυχώς βγήκαμε ασπροπρόσωποι. βγάζω κπ. ασπροπρόσωπο, με την επιτυχία μου κάνω κπ. να αισθάνεται υπερήφανος: Kοίταξε να μας βγάλεις όλους ασπροπρόσωπους, να μη μας ντροπιάσεις. Οι Έλληνες επιστήμονες στο εξωτερικό βγάζουν πάντα την Ελλάδα ασπροπρόσωπη.

[ασπρο- + πρόσωπ(ο) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες