Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ασπρομάλλης
1 item total
ασπρομάλλης -α -ικο [aspromális] Ε9 : που έχει άσπρα μαλλιά: Ένας ~ γέρος. || (ως ουσ.) ο ασπρομάλλης: Οι ασπρομάλληδες φαίνονται μεγαλύτεροι στην ηλικία από όσο είναι.

[ασπρο- + -μάλλης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go