Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασπριτζής
1 εγγραφή
ασπριτζής ο [aspridzís] Ο8 : (οικ.) τεχνίτης που κάνει υδροχρωματισμούς ή και ελαιοχρωματισμούς.

[ασπρ(ίζω) -ιτζής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες