Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ασπράδι
1 item total
ασπράδι το [aspráδi] Ο44 : 1.το λεύκωμα του αυγού, το άσπρο υδαρές περίβλημα μέσα στο οποίο υπάρχει ο κρόκος. 2. (οικ.) ο άσπρος αδιαφανής χιτώνας του βολβού του ματιού. ΦΡ κοιτάζω κπ. με το ~ του ματιού μου, λοξά, καχύποπτα ή υποτιμητικά. 3. άσπρο σημάδι, στίγμα. ασπραδάκι το YΠΟKΟΡ κυρίως στη σημ. 3.

[μσν. ασπράδι < άσπρ(ος) -άδι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go