Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ασπιδοφόρος
1 item total
ασπιδοφόρος -ος / -α -ο [aspiδofóros] Ε14 : που κρατάει ασπίδα. || (ως ουσ.) ο ασπιδοφόρος.

[λόγ. < ελνστ. ἀσπιδοφόρος (αρχ. ἀσπιδηφόρος)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go