Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ασούφρωτος -η -ο [asúfrotos] Ε5 : α.για κτ. που δεν έχει σουφρώσει, που δεν έχει πτυχές: Aσούφρωτα χείλη. β. (προφ.) που δεν το έχουν κλέψει: Aσούφρωτο πορτοφόλι.
[α- 1 σουφρώ(νω) -τος]