Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασκοειδής
1 εγγραφή
ασκοειδής -ής -ές [askoiδís] Ε10 : που έχει το σχήμα ασκού.

[λόγ. ασκ(ός) -ο- + -ειδής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες