Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασκλάβωτος
1 εγγραφή
ασκλάβωτος -η -ο [asklávotos] Ε5 : που δε σκλαβώθηκε· αδούλωτος.

[μσν. ασκλάβωτος < α- 1 σκλαβώ(νω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες