Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασκητισμός
1 εγγραφή
ασκητισμός ο [askitizmós] Ο17 : εκούσια απομάκρυνση από την κοινωνία και φυγή σε ερημικούς τόπους, όπου με την κατάπνιξη των σαρκικών επιθυμιών και με την καταπόνηση του σώματος επιδιώκεται η πνευματική τελείωση και η θέωση. || ασκητικός, λιτός τρόπος ζωής.

[λόγ. < γαλλ. ascétisme < ascèt(e) < ελνστ. ἀσκητ(ής) -isme = -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες