Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασκητήριο
1 εγγραφή
ασκητήριο το [askitírio] Ο40 : 1.κατοικία μοναχού που ασκητεύει. 2. (μτφ.) μέρος, σπίτι ή χώρος σπιτιού όπου μπορεί να απομονωθεί κάποιος και συγκεντρωμένος να αφοσιωθεί σε κάποιο πνευματικό συνήθ. έργο.

[λόγ.: 1: ελνστ. ἀσκητήριον· 2: σημδ. γαλλ. ermitage]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες