Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ασκημαίνω
1 item total
ασχημαίνω [asximéno] & ασκημαίνω [asiméno] Ρ7.4α : γίνομαι άσχημος ή κάνω κτ. άσχημο: Όσο γερνάει τόσο ασχημαίνει. Πώς ασχήμυνε έτσι αυτό το κορίτσι; Ο θυμός σε ασχημαίνει πολύ.

[-σκ-: μσν. ασκημαίνω < άσκημ(ος) -αίνω· -σχ-: λόγ. επίδρ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go