Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ασκεπής
1 item total
ασκεπής -ής -ές [askepís] Ε10 : (λόγ.) που έχει ακάλυπτο το κεφάλι, που δε φοράει καπέλο ή μαντίλι. || (ειδικότ.) για στρατιωτικό που δε φοράει το προβλεπόμενο κάλυμμα κεφαλής.

[λόγ. < ελνστ. ἀσκεπής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go