Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασκί
5 εγγραφές [1 - 5]
ασκί το [askí] Ο43 : είδος σάκου από ολόκληρο, ακατέργαστο δέρμα ζώου που, αφού δέσουν καλά τα τέσσερα άκρα του, το χρησιμοποιούν ως δοχείο για νερό, λάδι, κρασί κτλ.· (πρβ. τουλούμι). || το περιεχόμενο του ασκιού: Ένα ~ κρασί / λάδι. ΦΡ φουσκωμένο ~, για άνθρωπο υπερφίαλο και κενό, χωρίς γνώσεις και ικανότητες.

[μσν. ασκί(ν) < ελνστ. ἀσκίον υποκορ. του αρχ. ἀσκός]

ασκίαστος -η -ο [askíastos] Ε5 : που δεν έχει σκιά, που δεν είναι σκιασμένος.

[λόγ. < ελνστ. ἀσκίαστος]

άσκιαχτος -η -ο [áskaxtos] Ε5 : (λαϊκότρ.) που δεν είναι φοβισμένος, σκιαγμένος.

[α- 1 σκιακ- (σκιάζω) -τος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

ασκίτης ο [askítis] Ο10 : (ιατρ.) συγκέντρωση υγρού στην κοιλιακή κοιλότητα.

[λόγ. < ελνστ. ἀσκίτης]

άσχιστος -η -ο [ásxistos] & άσκιστος -η -ο [ásistos] Ε5 : που δεν τον έχουν σχίσει, που δεν τον έχουν κόψει.

[λόγ. < αρχ. ἄσχιστος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες