Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασκάλιστος -η -ο [askálistos] Ε5 : ANT σκαλισμένος. 1. για κτ. που δεν το σκάλισαν, που δεν το έσκαψαν ελαφρά στην επιφάνεια: Ο κήπος έμεινε ~. 2. για κτ. που δεν το λάξεψαν ή δεν το χάραξαν για να του δώσουν σχήμα ή για να το διακοσμήσουν: Aσκάλιστο μάρμαρο. Aσκάλιστο ξύλο. Aσκάλιστο έπιπλο. ANT σκαλιστό. 3. (προφ.) για κτ. που δεν το έψαξαν ή που δεν το ανασκάλεψαν.
[μσν. ασκάλιστος < α- 1 σκαλισ- (σκαλίζω) -τος]