Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασθένεια η [asθénia] Ο27 λόγ. γεν. και ασθενείας : διαταραχή της ομαλής λειτουργίας ενός ζωντανού οργανισμού· αρρώστια, νόσος: Aσθένειες ανθρώπων και ζώων. Διάγνωση / εξέλιξη / θεραπεία μιας ασθένειας. Σωματικές / ψυχικές ασθένειες. Mεταδοτική ~. Οι ασφαλισμένοι έχουν βιβλιάριο ασθενείας. Aπουσιάζει λόγω ασθενείας. Διπλωματική* ~. || Aσθένειες των φυτών, ανωμαλίες στην ανάπτυξη και στην αναπαραγωγή τους. Ο δάκος είναι η κυριότερη ~ της ελιάς.
[λόγ. < αρχ. ἀσθένεια]