Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ασημώνω [asimóno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) 1α. επενδύω κτ. με φύλλο από ασήμι ή το επαργυρώνω: Έκανε τάμα να ασημώσει την εικόνα της Παναγίας. β. (μτφ.) κάνω κτ. να φαίνεται σαν ασημένιο, του δίνω το χρώμα ή τη λάμ ψη του ασημιού: Tο φεγγάρι ασήμωνε τα νερά της θάλασσας. 2α. προσφέρω σε κπ. ασημένιο νόμισμα ή άλλο ασημένιο αντικείμενο για γούρι: Aσήμωσε το νεογέννητο / τη νύφη. β. δίνω χρήματα σε κπ. για να μου πει τη μοίρα.
[μσν. ασημώνω < ασήμ(ιν) -ώνω]



