Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ασημόσκονη
1 item total
ασημόσκονη η [asimóskoni] Ο32 : σκόνη από ασήμι ή από απομίμηση ασημιού, που χρησιμοποιείται στη διακοσμητική.

[ασημο- + σκόνη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go