Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασημοκαπνισμένος
1 εγγραφή
ασημοκαπνισμένος -η -ο [asimokapnizménos] Ε3 : (λαϊκότρ.) επαργυρωμένος.

[ασημο- + καπνισμένος μππ. του καπνίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες