Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασημικό
1 εγγραφή
ασημικό το [asimikó] Ο38 (συνήθ. πληθ.) : σκεύος ή διακοσμητικό αντικείμενο από ασήμι: Στο σπίτι της έχει πολλά ασημικά. Mου χάρισε ένα πολύ ωραίο ~. || (προφ., εν.) σύνολο από ασημένια αντικείμενα: Nα δεις τι ~ έχει!

[μσν. ασημικό < ασήμ(ι) -ικό, ουδ. του -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες