Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασημείωτος
1 εγγραφή
ασημείωτος -η -ο [asimíotos] Ε5 : που δεν τον έχουν σημειώσει. α. που δεν είναι σημαδεμένος. β. για τον οποίο δεν κράτησαν σημείωση.

[λόγ. < ελνστ. ἀσημείωτος `χωρίς σημάδια΄ κατά τη σημ. της λ. σημειώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες