Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ασβεστώνω
1 item total
ασβεστώνω [azvestóno] -ομαι Ρ1 : καλύπτω μια επιφάνεια με μείγμα σβησμένου ασβέστη και νερού: ~ το σπίτι, ασπρίζω. Kάτασπρα ασβεστωμένα εκκλησάκια. || (προφ., παθ.) λερώνομαι με ασβέστη.

[μσν. ασβεστώνω < ασβέστ(ης) -ώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go