Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασβεστόνερο
1 εγγραφή
ασβεστόνερο το [azvestónero] Ο41 : διάλυμα ασβέστη μέσα σε νερό.

[ασβέστ(ης) -ο- + νερ(ό) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες