Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασβεστοκάμινος
1 εγγραφή
ασβεστοκάμινος η [azvestokáminos] Ο36 & ασβεστοκάμινο το [azvesto kámino] Ο41 : καμίνι όπου παρασκευάζεται ο ασβέστης από τους ασβεστολίθους.

[λόγ. άσβεστ(ος) -ο- + κάμινος· μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες