Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ασβέστωμα
1 item total
ασβέστωμα το [azvéstoma] Ο49 : 1.η ενέργεια του ασβεστώνω: Ο τοίχος θέλει ~, άσπρισμα. Έκανε μόνος του όλα τα ασβεστώματα. 2. λίπανση του εδάφους με ασβέστη.

[ασβεστώ(νω) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go