Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ασίκικος -η -ο [asíkikos] Ε5 : (λαϊκ.) που ανήκει ή που ταιριάζει σε ασίκη: Aσίκικο μουστάκι, που ταιριάζει σε αρρενωπούς άντρες. ~ χορός, λεβέντικος.
ασίκικα ΕΠIΡΡ: Ξηγήθηκε ~. [ασίκ(ης) -ικος]



