Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασέληνος
1 εγγραφή
ασέληνος -η -ο [asélinos] Ε5 : (λογοτ.) που δε φωτίζεται από τη σελήνη, που είναι πολύ σκοτεινός: Aσέληνη νύχτα.

[λόγ. < αρχ. ἀσέληνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες