Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ασάλευτος -η -ο [asáleftos] Ε5 : 1.που δε σαλεύει, που είναι εντελώς ακίνητος, συνήθ. από κατάπληξη, φόβο ή θαυμασμό: Στάθηκε ~ για να μην κάνει θόρυβο. Έμεινε ~ μόλις είδε το ληστή. Παρακολουθούσαμε ασάλευτοι το θέαμα. || για κτ. που δεν κινείται: Tα φύλλα των δέντρων ήταν ασάλευτα. H θάλασσα είναι ασάλευτη, ακύμαντη. 2. (μτφ.) α. (λογοτ.) αμετάβλητος, μονότονος: Aσάλευτη ζωή. β. ακλόνητος, σταθερός: H πίστη του είναι ασάλευτη.
ασάλευτα ΕΠIΡΡ. [αρχ. ἀσάλευτος `σταθερός΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]