Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρωματοπώλης
1 εγγραφή
αρωματοπώλης ο [aromatopólis] Ο10 : αυτός που πουλά αρώματα.

[λόγ. < ελνστ. ἀρωματοπώλης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες