Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρωματοποιός
1 εγγραφή
αρωματοποιός ο [aromatopiós] Ο17 : αυτός που παρασκευάζει αρώματα.

[λόγ. αρωματ- (άρωμα) -ο- + -ποιός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες