Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρωματοποιία
1 item total
αρωματοποιία η [aromatopiía] Ο25 : η παρασκευή αρωμάτων: Πρώτες ύλες αρωματοποιίας. || η σχετική βιοτεχνία ή βιομηχανία.

[λόγ. αρωματ- (άρωμα) -ο- + -ποιία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go