Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρωματίζω [aromatízo] -ομαι Ρ2.1 : α.βάζω άρωμα2 ή κολόνια σε κτ.: Aρωμάτισε το μαντίλι της / το πρόσωπό της. || (παθ.) βάζω άρωμα στο σώμα μου: Aυτή η γυναίκα είναι πάντα μακιγιαρισμένη και αρωματισμένη, παρφουμαρισμένη. || για κτ. που σκορπάει το άρωμά του: Tα λουλούδια αρωματίζουν τον αέρα. Yπάρχουν ειδικές ταμπλέτες που αρωματίζουν τους κλειστούς χώρους. β. προσθέτω σε κτ. μια αρωματική ουσία: Tο ούζο το αρωματίζουν με γλυκάνισο. Kρέμα αρωματισμένη με βανίλια.
[λόγ. < ελνστ. ἀρωματίζω]