Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρωγή
1 item total
αρωγή η [arojí] Ο29 : (λόγ.) βοήθεια, συνήθ. οικονομική: Tα άπορα και ηλικιωμένα άτομα έχουν ανάγκη από την κρατική ~. Tαμείο αρωγής, ασφαλιστικό ταμείο. Δικαστική ~, δικαστική συνδρομή.

[λόγ. < αρχ. ἀρωγή `βοήθεια (όχι οικονομική)΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go