Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρχοντόσπιτο
1 item total
αρχοντόσπιτο το [arxondóspito] Ο41 : 1.μεγάλο και πλούσια εξοπλισμένο σπίτι· αρχοντικό. 2. πλούσια και καλλιεργημένη οικογένεια, από αρχοντική γενιά.

[αρχοντο- + σπίτ(ι) -ο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go