Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχοντόπουλο
1 εγγραφή
αρχοντόπουλο το [arxondópulo] Ο41 : γιος άρχοντα. || αγόρι ή νέος από πλούσια, αρχοντική οικογένεια. || (πληθ.) παιδιά άρχοντα ή αρχοντικής οικογένειας χωρίς διάκριση φύλου.

[μσν. αρχοντόπουλον < άρχοντ(ας) -όπουλον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες