Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρχοντοχωριάτης
1 item total
αρχοντοχωριάτης ο [arxondoxorjátis] Ο10 : χαρακτηρισμός νεόπλουτου και άξεστου ανθρώπου που παριστάνει τον άρχοντα, σε μετωνυμία από την ομώνυμη κωμωδία του Mολιέρου.

[αρχοντο- + χωριάτης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go