Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρχοντικός -ή -ό [arxondikós] Ε1 : 1.που ανήκει, που αναφέρεται ή που ταιριάζει σε άρχοντα: Είναι από αρχοντική οικογένεια. Έχει αρχοντικούς τρόπους, ευγενικούς. Aρχοντικό παράστημα, επιβλητικό. Έκανε αρχοντική ζωή. 2. (ως ουσ.) το αρχοντικό: α. η κατοικία του άρχοντα2α. β. για πολυτελή κατοικία εύπορου αστού.
αρχοντικά ΕΠIΡΡ: Zει ~, πολύ πλούσια. [1: μσν. αρχοντικός (αρχική σημ.: `που ανήκει σε αξιωματούχο΄) < άρχοντ(ας) -ικός· 2: μσν. αρχοντικόν ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. αρχοντικός]