Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρχοντιά
1 item total
αρχοντιά η [arxondjá] Ο24 : ευγένεια ήθους και συμπεριφοράς που συνήθ. συνδυάζεται με επιβλητική εμφάνιση: Aυτός ο άνθρωπος έχει ~. || Mερικές πόλεις μας δεν έχασαν ακόμα την ~ τους, διατηρούν τα επιβλητικά κτίρια, τους ωραίους δημόσιους χώρους κτλ. (γνωμ.) η καθαριότητα* είναι μισή ~.

[μσν. αρχοντιά < αρχοντία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < άρχοντ(ας) -ία > -ιά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go