Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχονταρίκι
1 εγγραφή
αρχονταρίκι το [arxondaríki] Ο44 : ξενώνας μοναστηριού.

[μσν. αρχονταρίκι < αρχοντάρ(ης) -ίκι 2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες