Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αρχοντάνθρωπος ο [arxondánθropos] Ο20 : άνθρωπος με αρχοντιά, με ευγενικά συναισθήματα, με λεπτούς τρόπους και συνήθ. με επιβλητική εμφάνιση.
[αρχοντ(ο)- + άνθρωπος]



