Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρχιτεμπέλης
1 item total
αρχιτεμπέλης ο [arxitembélis] Ο11 θηλ. αρχιτεμπέλα [arxitembéla] Ο25α : (ειρ.) για κπ. που είναι πολύ τεμπέλης. αρχιτεμπέλαρος ο MΕΓΕΘ.

[αρχι- + τεμπέλης, τεμπέλα· αρχιτεμπέλ(ης) -αρος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go