Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρχιστρατηγία
1 item total
αρχιστρατηγία η [arxistratijía] Ο25 : α.το αξίωμα του αρχιστρατήγου. β. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ασκεί το παραπάνω αξίωμα.

[λόγ. αρχιστράτηγ(ος) -ία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go