Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρχιμήδειος
1 item total
αρχιμήδειος -α -ο [arximíδios] Ε6 : που έχει σχέση με τον Aρχιμήδη ή με το έργο του.

[λόγ. < ελνστ. Ἀρχιμήδ(ης) -ειος μτφρδ. αγγλ. Archi medean < ελνστ. Ἀρχιμήδης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go