Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρχιλόχειος
1 item total
αρχιλόχειος -α -ο [arxilóxios] Ε6 : που αναφέρεται ή που ταιριάζει στον ποιητή Aρχίλοχο: ~ στίχος / αρχιλόχειο μέτρο, που χρησιμοποίησε πρώτος ο Aρχίλοχος.

[λόγ. < ελνστ. Ἀρχιλόχειος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go