Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχικλέφτρα
1 εγγραφή
αρχικλέφτης ο [arxikléftis] Ο10 θηλ. αρχικλέφτρα [arxikléftra] Ο25α : (ειρ.) αυτός που έχει κάνει πολλές ή και μεγάλες κλοπές, ο μεγάλος κλέφτης. αρχικλέφταρος ο MΕΓΕΘ.

[λόγ. αρχι- + κλέφτης μτφρδ. αγγλ. archthief· λόγ. αρχικλέφ(της) -τρα· αρχικλέφτ(ης) -αρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες