Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρχιεπιστολέας
1 item total
αρχιεπιστολέας ο [arxiepistoléas] Ο21 : (στρατ.) αρχηγός επιτελείου στο πολεμικό ναυτικό.

[λόγ. αρχι- + αρχ. ἐπιστολ(εύς) `αντιναύαρχος΄ -έας]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go