Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχιεπισκοπή
1 εγγραφή
αρχιεπισκοπή η [arxiepiskopí] Ο29 : 1.η περιφέρεια στην οποία εκτείνεται η δικαιοδοσία του αρχιεπισκόπου. 2. το κτίριο όπου βρίσκεται η κατοικία και το γραφείο του αρχιεπισκόπου.

[λόγ. < ελνστ. ἀρχιεπισκοπή (στη σημ. 1)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες