Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αρχηγικός -ή -ό [arxijikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται ή που ταιριάζει σε αρχηγό: Aρχηγικές ικανότητες. Εκδήλωσε αρχηγικές τάσεις / βλέψεις, πρόθεση να γίνει αρχηγός. Aρχηγικό κόμμα, που είναι διαρθρωμένο έτσι ώστε να διευθύνεται ουσιαστικά από ένα και μόνο πρόσωπο: Tα σύγχρονα και τα δημοκρατικά διαρθρωμένα κόμματα δεν μπορούν να είναι αρχηγικά.
αρχηγικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀρχηγικός `πρωταρχικός΄ κατά τη σημ. της λ. αρχηγός]



